- προήγορος
- δωρ. τ. προάγορος, ό, Α1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγοροςονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν-ήγορος)].
Dictionary of Greek. 2013.