προήγορος

προήγορος
δωρ. τ. προάγορος, ό, Α
1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής
2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος
ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν-ήγορος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προήγορος — one who speaks in behalf of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηγόρους — προήγορος one who speaks in behalf of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηγόρῳ — προήγορος one who speaks in behalf of masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προήγορε — προήγορος one who speaks in behalf of masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προήγοροι — προήγορος one who speaks in behalf of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προήγορον — προήγορος one who speaks in behalf of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηγορία — ἡ, Α [προήγορος] το να μιλά κανείς στο δικαστήριο υπέρ κάποιου άλλου, η υπεράσπιση, η συνηγορία …   Dictionary of Greek

  • προηγορώ — έω, δωρ. τ. προαγορέω, Α [προήγορος] 1. είμαι συνήγορος κάποιου στο δικαστήριο, συνηγορώ, υπερασπίζω κάποιον («προηγόρει δὲ αὐτῶν Θηραμένης», Ξεν.) 2. (για Ρωμαίους υπάτους) είμαι αρχαιότερος στη σειρά 3. (στον δωρ. τ.) προαγορέω έχω το αξίωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”